Η εμφάνιση της Covid-19 έχει οδηγήσει σε πολυάριθμες διαμάχες για τα σχετικά δεδομένα και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Για να αντιμετωπίσουν την αντιληπτή απειλή από γιατρούς και επιστήμονες που αμφισβητούν την επίσημη θέση των κυβερνητικών και διακυβερνητικών υγειονομικών αρχών, ορισμένοι υποστηρικτές αυτής της ορθοδοξίας έχουν κινηθεί να λογοκρίνουν όσους προωθούν αντίθετες απόψεις. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει τις εμπειρίες και τις απαντήσεις υψηλά καταξιωμένων γιατρών και επιστημόνων ερευνητών από διαφορετικές χώρες που έχουν γίνει στόχοι καταστολής ή/και λογοκρισίας μετά από δημοσιεύσεις και δηλώσεις τους σε σχέση με την Covid-19 που αμφισβητούν τις επίσημες απόψεις. Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι οργανισμοί μέσων ενημέρωσης, και ιδιαίτερα οι εταιρείες τεχνολογίας πληροφοριών, στην προσπάθεια να καταπνίξουν τη συζήτηση σχετικά με την πολιτική και τα μέτρα για την Covid-19. Στην προσπάθεια να φιμωθούν οι εναλλακτικές φωνές, έγινε ευρεία χρήση όχι μόνο της λογοκρισίας, αλλά και των τακτικών καταστολής που θίγουν τη φήμη και τη σταδιοδρομία των διαφωνούντων γιατρών και επιστημόνων, ανεξάρτητα από την ακαδημαϊκή ή επαγγελματική τους κατάσταση και ανεξάρτητα από το ανάστημά τους πριν εκφράσουν την αντίθετη θέση. Αντί της ανοιχτής και δίκαιης συζήτησης, η λογοκρισία και η καταστολή της επιστημονικής διαφωνίας έχει καταστροφικές και εκτεταμένες επιπτώσεις για την ιατρική, την επιστήμη και τη δημόσια υγεία.